- καταφώρῳ
- κατάφωροςdetectedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφωρώ — καταφωρῶ, άω (Α) 1. συλλαμβάνω κάποιον «επ αυτοφώρω» να κλέβει 2. (γενικώς) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωρῶ, «αναζητώ κλέφτη, ανακαλύπτω» (< φωρά «ανακάλυψη, έρευνα» < φώρ «κλέφτης»)] … Dictionary of Greek
καταφωρῶ — καταφωράω catch in a theft pres imperat mp 2nd sg καταφωράω catch in a theft pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταφωράω catch in a theft pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταφωράω catch in a theft pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)